- δεκάλεπτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών της ώρας: Χρειάζομαι απαραίτητα μια δεκάλεπτη παύση εργασίας.2. το ουδ. ως ουσ., δεκάλεπτο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.